|
|
|
|
|
|
|
|
|
επιθετική δράση (συν. επιθετική προσβολή)
Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу) |
Προέλαση των πυροσβεστών μέσα στην καιόμενη εγκατάσταση με εύκαμπτους σωλήνες ή άλλους πυροσβεστικούς παράγοντες με σκοπό την κατάσβεση της πυρκαγιάς με άμεση επαφή.
|
Offensive action syn. offensive attack), английский
Advance into the burning facility by fire-fighters with hose lines or other extinguishing agents with the intention of extinguishing the fire by direct contact.
|
|
αδιαφανόμετρο, греческий
Όργανο που μετρά την αδιαφάνεια (θολερότητα) στον αέρα. Σημείωση: ένα όργανο μέτρησης του συντελεστή απόσβεσης του φωτός (τρανμισόμετρο) είναι αδιαφανόμετρο που μετρά τις ιδιότητες μετόδοσης του αέρα
μη κυκλοφορούσα περιοχή διατομής σήραγγας, греческий
Η περιοχή μεταξύ της εξωτερικής λωρίδας καθοδήγησης και του τοιχώματος μιας σήραγγας (περιλαμβάνει την εξωτερική λωρίδα κοθοδήγησης και το πεζοδρόμιο)
|
|
|
|
|
|
|