Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

έκτακτη ανάγκη

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Αιφνίδιο, απροσδόκητο γεγονός που απαιτεί άμεση δράση λόγω των δυνητικών απειλών στην υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή την περιουσία


Emergency, английский
  1. Incident requiring urgent action. the incident might involve death or serious injury, health or safety effects, significant damage to property or infrastructure, significant train service disruption, or environmental impact.

  2. Аварийная обстановка; аварийный

  3. Чрезвычайная ситуация

  4. A situation where urgent immediate action has to be taken

  5. Непредвиденная ситуация

  6. Авария

  7. Imminent want in difficult circumstances.

  8. Аварийная ситуация; авария; выход из строя

  9. Sudden, unexpected event requiring immediate action owing to potential threats to health and safety, the environment, or property.




έξοδος κινδύνου, греческий
    Έξοδος η οποία οδηγεί σς μία προστατευμένη διαδρομή ή σε ασφαλή θέση


Σήραγγα Δύο Επιπέδων, греческий
    Σήραγγα μονής διάνοιξης με δύο επίπεδα κυκλοφορίας που βρίσκονται το ένα πάνω από το άλλο.