Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

συναγερμός

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Η δράση για τη μετάδοση της εμφάνισης ενός συμβάντος σε ένα δέκτη (ο υπέυθυνος λειτουργίας της σήραγγας) Σημείωση: μπορεί να είναι ανθρώπινη δράση (ένας χρήστης της σήραγγας με ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης) ή να εξαρτάται απο μια εναρκτήρια συσκευή ή σύστημα (επίπεδο συναγερμού co, συναγερμός αυτόματης ανίχνευσης περιστατικού)


Alarm, английский
  1. Détection;alarme

  2. Automatic light aircraft readiness monitor

  3. Тревога; объявлять тревогу; тревожный (о сигнализации)

  4. Сигнал тревоги

  5. "the action of transmitting the occurrence of an event to a receiver (tunnel operator).




ετοιμότητα, греческий
    "Η ενέργεια γνωστοποίησης της επείγουσας ανάγκης ανάληψης ενεργειών.


εκροή αέρα, греческий
    Άνοιγμα ή αεραγωγός που επιτρέπει στον ρυπασμένο αέρα, τον καπνό και τα θερμά αέρια να διοχετεύονται έξω από μια σήραγγα ή οδούς διαφυγής