Глоссарий





Новости переводов

07 декабря, 2020

Το γλωσσάριο όρων της ακουστικής

23 сентября, 2017

Μεταφράσεις από ελληνικά σε ρωσικά

07 сентября, 2017

Τυπική σελίδα μετάφρασης

12 мая, 2017

Πρόσβαση της εταιρείας στην ρωσική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών

14 апреля, 2016

Ιστορία μετάφρασης: ταξίδια και τουρισμός

29 апреля, 2015

Ιστορία μεταφράσεων:``Τι να φαω, για να χασω``, τα μυστικά του υγιεινού τρόπου ζωής

16 декабря, 2014

To Σύνταγμα της Ρωσίας έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά



Глоссарии и словари бюро переводов Фларус

Поиск в глоссариях:  

διάσωση

Глоссарий по проходческим щитам (тоннелингу)
    Οι δραστηριότητες αυτές που απαυθύνονται στον εντοπισμό ατόμων που κινδυνεύουν σε ένα συμβάν έκτακτης ανάγκης, στην απομάκρυνση αυτών των ατόμων από τον κίνδυνο, στην εξασφάλιση της θεραπείας των τραυματιών και στην πρόβλεψη της μεταφοράς σε κατάλληλη εγκατάσταση υγειονομικής περίθαλψης.


Rescue, английский
  1. To free from danger, harm or confinement.

  2. Спасение; спасательные операции

  3. Спасение; спасательные работы

  4. Any vessel recovered by the insurrection of prisoners on board of her, or by her being forced by stress of weather into our ports, she is restored on salvage. there is no rule prescribed by the law of england in the case of foreign property rescued; with british subjects the court usually adopts the proportion of recapture. in respect to foreigners the only guide is that of “quantum meruit.”

  5. Финансовое оздоровление

  6. Those activities directed at locating endangered persons at an emergency incident, removing those persons from danger, ensuring the treatment of the injured, and the provision of transport to an appropriate health care facility.




υπολειμματική επικινδυνότητα, греческий
    Η επικινδυνότητα που παραμένει μετά την υλοποίηση των μέτρων προστασίας


Αξιοπιστία, греческий
    Πιθανότητα ότι ένα σύστημα ή εξάρτημα θα λειτουργεί ικανοποιητικά για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.